συντονίζω — συντονίζω, συντόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συντονίζω — Ν [σύντονος] 1. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο ως προς τον τόνο ή τον ρυθμό 2. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο, εναρμονίζω («η αντιπολίτευση πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της») 3. (ειδικά) διευθύνω συζήτηση με πολλούς ομιλητές … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συντονιστής — ο, θηλ. συντονίστρια, Ν [συντονίζω] 1. πρόσωπο που συντονίζει διάφορες ενέργειες («ο συντονιστής τής συζήτησης τους υπενθύμισε ότι η ώρα είχε περάσει») 2. (ηλεκτρον.) όργανο που χρησιμοποιείται για συντονισμό ραδιοφωνικών κυκλωμάτων … Dictionary of Greek
συντονιστικός — ή, ό, Ν [συντονίζω] αυτός που συντονίζει, που ρυθμίζει διάφορες ενέργειες («συντονιστική επιτροπή») … Dictionary of Greek